ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ



*ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΤΑ
26-4-2015

Α. ΠΡΟΟΙΜΙΟ
   Η ιδιαιτερότητα της τοπικής κλίμακας συνδέεται πολιτικά με το αίτημα μιας εναλλακτικής νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου και των κοινωνικών δεσμών που τον διατρέχουν. Η τοπική οργάνωση των κοινωνικών ομάδων, η κινητοποίηση των πόρων τους, η μεταξύ τους κοινωνική συνοχή και η διαμόρφωση κοινών, συλλογικών στόχων απαιτούν έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό της αυτοδιοίκησης. Η θεσμική και πολιτική ενδυνάμωση της τοπικότητας μπορεί να αναδιατάξει τη συνολική δομή και φυσιογνωμία της πολιτικής κοινωνίας ενισχύοντας τις συμμετοχικές δομές στις χαμηλότερες -αλλά όχι κατώτερες- βαθμίδες του πολιτικού συστήματος με τη δημιουργία κυττάρων τοπικής δημοκρατίας.
   H συνοχή της τοπικής κλίμακας, η δυναμική της χωρικής εγγύτητας, καθώς και η δυνατότητα αυτοoργάνωσης αναδεικνύουν την αυτοδιοίκηση σ’ ένα ιδιαίτερο πεδίο του πολιτικού συστήματος όπου η θεμελίωση και ενδυνάμωση του αλληλέγγυου κοινωνικού δεσμού καθίσταται πολιτικά εφικτή. Η δυναμική των κοινωνικών ομάδων και η επιτυχής κινητοποίησή τους καθιστά πιο αποτελεσματική την πολιτική συμμετοχή σε τοπικό επίπεδο αλλά και πιο ουσιαστική την κοινωνική τους συνύπαρξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο τοπικός χώρος ανακτά τον πραγματικό του ρόλο, ένα ρόλο συνδεδεμένο από τη μια με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα και από την άλλη με την ίδια την κοινωνική καθημερινότητα.
   Στην Ελλάδα η αυτοδιοίκηση δεν ήταν ποτέ αυτο-κυβέρνηση, δηλαδή ένα πολιτικό καθεστώς συμμετοχής εντός του οποίου η τοπικότητα απολαμβάνει δικαιώματα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού (τα οποία βεβαίως περιορίζονται εντός του ευρύτερου και επικυρίαρχου αυτοπροσδιορισμού που απορρέει από τη συνταγματική ρήτρα της λαϊκής κυριαρχίας).
   Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η αυτοδιοίκηση ήταν απλά "η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων" ούτε καν η διαχείρισή τους. Έτσι, η τοπική αυτοδιοίκηση λειτούργησε ιστορικά σαν μια μικρογραφία του κράτους και του κεντρικού πολιτικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο κι όχι σαν μια διακριτή, πόσω μάλλον εναλλακτική, δομή πολιτικής εξουσίας. Περιττό είναι δε να σημειωθεί ότι αν η αυτοδιοίκηση δεν ήταν τόσο «καχεκτική», όσο άλλωστε και η δημοκρατία μας, θα είχε πιθανότατα και τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως εφεδρεία του πολιτικού συστήματος και να εξασφαλίσει το δημοκρατικό μετασχηματισμό του στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης η οποία, πέρα από οικονομική, έχει και σαφέστατο πολιτικό υπόβαθρο.
   Επιπλέον, οι πολιτικές πραγματικότητες που εδραιώθηκαν  στην Ελλάδα της «μνημονιακής» περιόδου επέφεραν μια ακόμη οξύτερη επιδείνωση και πολιτικοθεσμική υποβάθμιση της αυτοδιοίκησης. Στο πλαίσιο της προϊούσας «αποκένωσης» του κράτους και της δημόσιας σφαίρας γενικότερα, η αυτοδιοίκηση επλήγη με ιδιαίτερη σφοδρότητα και απειλείται με πολλαπλούς τρόπους.
   Πλέον ο κίνδυνος δεν είναι αυτός μιας «καχεκτικής» αυτοδιοίκησης, αλλά μιας «κλινικά νεκρής» αυτοδιοίκησης. Η πρωτόγνωρη χρηματοδοτική της ασφυξία συνδυάσθηκε με μια λαίλαπα άμεσων και έμμεσων, υλοποιούμενων και επαπειλούμενων, ιδιωτικοποιήσεων που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην μετατροπή των ΟΤΑ σε τοπικά παραρτήματα του ΤΑΙΠΕΔ και των συμφερόντων που αυτό φιλοξενεί και δεξιώνεται.
   Άρα ο κίνδυνος είναι σαφής αλλά και ορατός. Η οποιαδήποτε απόπειρα παρέμβασης στις μικροδομές του πολιτικού συστήματος που θα στερείται ρητής και πολιτικά συγκεκριμένης απεύθυνσης στην κοινωνική βάση και άρα στις τοπικές δυνάμεις που συνιστούν τον πολιτικό μακρόκοσμο θα είναι ατελέσφορη και πιθανότατα θνησιγενής. Η υπέρβαση των όρων υπό τους οποίους διεξάγεται αυτή τη στιγμή ο πολιτικός αγώνας προϋποθέτει την εμπλοκή της κοινωνικής βάσης και την κινητοποίηση των τοπικών, ενδογενών πόρων της.
   Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να υπάρξει μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση της αυτοδιοίκησης - πράγμα που βέβαια σημαίνει την πλήρη ανατροπή του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε το σχέδιο «Καλλικράτης».

Β. ΤΟ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΣΗΜΕΡΑ»
   Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξ αρχής  προειδοποιήσει ότι ο «Καλλικράτης», αυτή η κολοβή και αντιδημοκρατική μεταρρύθμιση, σχεδιάστηκε εξαρχής για να αποτελέσει το όχημα προώθησης των μνημονιακών πολιτικών στο πεδίο της Αυτοδιοίκησης.
   Πράγματι, η Αυτοδιοίκηση υπήρξε ένα από τα μεγάλα θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας και των αλλεπάλληλων Μνημονίων, αφού μετά από την  εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και του «Καλλικράτη», η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση έχει υποστεί μείωση πάνω από 60% των θεσμοθετημένων πόρων της και έχει οδηγηθεί σε πραγματική οικονομική ασφυξία.
Η οικονομική αυτή ασφυξία σε συνδυασμό  με τις απολύσεις, την απαγόρευση των προσλήψεων, τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και τη μεταφορά επιπλέον πλήθους αρμοδιοτήτων χωρίς τη μεταφορά των αναγκαίων πόρων οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα σε κατάρρευση την Αυτοδιοίκηση, ενώ παράλληλα, σε συνδυασμό με το καθεστώς επιτροπείας, προετοιμάζουν το έδαφος για την ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών και τον εκμηδενισμό των ελάχιστων κοινωνικών παροχών.
Ίδια εικόνα υπάρχει και στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση, όπου η μείωση κατά περίπου 40% των πόρων της, μαζί με την απουσία δημοκρατικού προγραμματισμού και αναπτυξιακού σχεδιασμού, τον ερμαφρόδιτο χαρακτήρα της μεταξύ κρατικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης και τη διατήρηση της επιτήρησης του κράτους με τις επτά αποκεντρωμένες κρατικές διοικήσεις, δημιούργησαν έναν νέο γραφειοκρατικό μηχανισμό, ανίκανο να συμβάλει στην πραγματική ανάπτυξη και πρόοδο της κάθε περιοχής.
Ο «Καλλικράτης» δεν «ατύχησε» απλώς, επειδή συνέπεσε χρονικά με την οικονομική κρίση. Σχεδιάστηκε εξαρχής με άξονα τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις για λιτότητα και «λιγότερο Κράτος». Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μας, η Αυτοδιοίκηση, και ευρύτερα η ίδια η κοινωνία και η χώρα έχουν ανάγκη από μία ριζική ανατροπή του «Καλλικράτη» και από την αντικατάστασή του από ένα νέο ριζοσπαστικό, πραγματικά δημοκρατικό και συμμετοχικό θεσμικό πλαίσιο για την Αυτοδιοίκηση.

Γ. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΣΚΕΠΤΙΚΟ
   Στην Ελλάδα, η δεκαετία που πέρασε άφησε πίσω της ριζικές αλλαγές στο καθεστώς αντιπροσώπευσης σε υποεθνικό επίπεδο. Αρχικά το πρόγραμμα "Καποδίστριας" και στη συνέχεια το πρόγραμμα "Καλλικράτης" αναδιάταξαν τις σχέσεις κεντρικού και τοπικού κράτους αναδιαρθρώνοντας εκ βάθρων την "τοπολογία" των αντιπροσωπευτικών δομών. Όμως η πολιτική ρητορική της "ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης" πρέπει να συνεκτιμηθεί κριτικά σε σχέση με τις προϊούσες διαδικασίες συγκεντροποίησης της πολιτικής εξουσίας που επιφέρει η χωρική πύκνωση της υποεθνικής αντιπροσώπευσης. Καθώς οι αναδιατάξεις αυτές  τελούν εν εξελίξει, και με δεδομένη βέβαια την εκκρεμότητα του νέου εκλογικού συστήματος, δεν είναι επ’ ουδενί δεδομένο ότι το κέντρο βάρους της αντιπροσώπευσης μετατοπίζεται εγγύτερα στο τοπικό κράτος. Τουναντίον, πιθανότερο ίσως είναι το ενδεχόμενο μιας "καρτελοποίησης" της πολιτικής δύναμης στα πλαίσια μιας αναδυόμενης "μεταδημοκρατίας".

Δ. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ
   Η ανασυγκρότηση της αυτοδιοίκησης στη χώρα θα πρέπει να υπακούει στις εξής αρχές:
ü  Οι ανθρώπινες κοινότητες αποτελούν κοινωνικά κύτταρα με πρωτογενή εξουσία η οποία εκφράζεται μέσα από συμμετοχικές δομές αυτοδιεύθυνσης των τοπικών υποθέσεων.
ü  Η κατοχή πρωτογενούς εξουσίας διαφοροποιεί ποιοτικά την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση από τις αντιπροσωπευτικές δομές δημοκρατίας και συνεπώς αυτή η ιδιότητά της θα πρέπει να είναι αναπαλλοτρίωτη. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται και τον ρητό νομικό ή και συνταγματικό ακόμη προσδιορισμό της  χωρικής κλίμακας στην οποία αναπτύσσεται η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, ώστε να εκφράζονται με πολιτικά αυθεντικό τρόπο αυτές οι πρωτογενείς εξουσίες.
ü  Η αυτοδιοίκηση σε όλες τις βαθμίδες δομείται θεσμικά με τρόπο τέτοιο που να αναδεικνύεται η αξία της συλλογικής ευθύνης αντί της προσωποκεντρικής εξουσίας.
ü  Η πρωτογενής εξουσία της κοινότητας επί των αιρετών επισφραγίζεται με το δικαίωμά της να τους ανακαλεί μέσω δημοψηφισματικών διαδικασιών (recall referenda).
ü  Οι συμμετοχικοί θεσμοί αποτελούν θεμελιώδες γνώρισμα της αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού και κατά συνέπεια αποτελούν αναπόσπαστο και δομικό συστατικό μέρος της θεσμικής και πολιτικής τους λειτουργίας. Οι θεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν τις λαϊκές συνελεύσεις και τα τοπικά δημοψηφίσματα αλλά και ενδιάμεσους θεσμούς πολιτικής καινοτομίας όπως η τοπική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η πλατιά τοπική διαβούλευση και ο θεσμός των διερευνητικών επιτροπών.
ü  Ενεργοποίηση και αξιοποίηση της δυνατότητας που χορηγεί το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος για την, κατόπιν εξουσιοδότησης προς την αυτοδιοίκηση, έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Η δυνατότητα αυτή μπορεί κάλλιστα να συνδυασθεί με το θεσμό της τοπικής λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
ü  Η δομή της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να σέβεται και να αντανακλά με πολιτικά ορθολογικό τρόπο τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ πόλης και υπαίθρου (η οποία από τον «Καποδίστρια» και μετά έχει χαθεί εντελώς). Απόρροια αυτού είναι ότι ο πρώτος βαθμός αυτοδιοίκησης θα πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου στον οποίο αφορά.
ü  Ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης δεν συνιστά πολιτική βαθμίδα με πρωτογενή εξουσία και παρεμβάλλεται ανάμεσα στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία προκειμένου να επιτυγχάνονται οι απαραίτητοι εξορθολογισμοί στο γενικότερο επίπεδο της χωρικής διάρθρωσης του κράτους.
ü  Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης συναρθρώνονται δομικά με τις κεντρικές πολιτικές κατά το σχεδιασμό της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Ο επιμερισμός των ρόλων και των ευθυνών γίνεται στη βάση της αρχής της επικουρικότητας. Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης αποτελούν οργανικά υποκείμενα του χωρικού προγραμματισμού.
ü  Η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι σαφής, εύληπτη και σταθερή και να μην μπορεί να μεταβληθεί με την έκδοση απλών υπουργικών αποφάσεων. Επίσης, οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ορισθούν, να διακριθούν και να κατοχυρωθούν πλήρως με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο.
ü  Το φορολογικό σύστημα και η δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος κι ένα πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης σχετικά με τον επιμερισμό εσόδων και δαπανών ανάμεσα στις διάφορες χωρικές κλίμακες. Η αυτοδιοίκηση επωμίζεται την αποστολή του απρόσκοπτου και κοινωνικά δίκαιου εφοδιασμού της κοινότητας με τοπικά δημόσια αγαθά. Τα θεμελιώδη, στρατηγικού χαρακτήρα, δημόσια αγαθά (παιδεία, υγεία κ.λ.π.) παρέχονται από το κεντρικό κράτος ή τις αποκεντρωμένες δομές του.
ü  Νόμος κατοχυρώνει ότι για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση πρέπει να προηγείται η μεταφορά των απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων. Οι ανώτατες ελεγκτικές αρχές (π.χ. Ελεγκτικό Συνέδριο) ασκούν δικαίωμα αρνησικυρίας για κάθε αρμοδιότητα που το κεντρικό κράτος μεταβιβάζει στην αυτοδιοίκηση σε περίπτωση που δεν μεταβιβάζει ταυτόχρονα και τους πόρους που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση της επίδικης αρμοδιότητας.
ü  Ένα τμήμα του τοπικού προϋπολογισμού στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ (μικρό στην αρχή, μεγαλύτερο αργότερα) αποδίδεται στην κοινότητα και καταρτίζεται με αμιγώς συμμετοχικές διαδικασίες. Η αναλυτική εκτέλεση του ετήσιου τοπικού προϋπολογισμού δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και υποβάλλεται σε απολογιστικό κοινωνικό έλεγχο.
ü  Το κεντρικό κράτος είναι υποχρεωμένο να στηρίζει και να ενισχύει τους οργανισμούς που σκοπό έχουν την παροχή τεχνογνωσίας και τη γενικότερη ερευνητική στήριξη της αυτοδιοίκησης (π.χ. ΙΤΑ).

Ε. ΝΕΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
για την  Τοπική Αυτοδιοίκηση

     Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από ουσιαστική αποτίμηση των συνεπειών εφαρμογής του «Καλλικράτη», φέρνει στον ελληνικό λαό προς δημόσια διαβούλευση και έγκριση ένα νέο, πλήρες χωροταξικό και θεσμικό πλαίσιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τα εξής κεντρικά χαρακτηριστικά:
·         Ο νόμος που θα επανιδρύει την αυτοδιοίκηση και των δύο βαθμών θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα νόμου-πλαισίου όπου θα ρυθμίζονται τα κεντρικά χαρακτηριστικά του αυτοδιοικητικού συστήματος. Τα υπόλοιπα θέματα συστηματοποιούνται και ρυθμίζονται από έναν νέο και ενιαίο κώδικα αυτοδιοίκησης
  • Η θητεία των αυτοδιοικητικών οργάνων όλων των βαθμίδων μεταπίπτει στο προηγούμενο καθεστώς της τετραετίας και οι εκλογές για την αυτοδιοίκηση αποσυνδέονται από τις ευρωεκλογές.
·         Χωροταξική αποκλιμάκωση των ΟΤΑ ώστε αφενός να καλυφθεί το τεράστιο σημερινό έλλειμμα πρωτογενούς δημοκρατίας και αφετέρου οι ΟΤΑ να γίνουν πιο αποτελεσματικοί.
·         Αποκέντρωση και  σαφής προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων κάθε επιπέδου διοίκησης 
·         Επαρκής και επακριβής κατανομή των πόρων και των αντίστοιχων επενδυτικών μέσων
·         Βαθύς εκδημοκρατισμός της λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.


ΣΤ.  ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΥΛΩΝΕΣ
1. Χωροταξική αποκλιμάκωση
   Ο σημερινός «Καλλικράτης», που χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, αντικαθίσταται από χωρικές ενότητες που θα αποτελούν κοινωνικά κύτταρα με πρωτογενή εξουσία, η οποία θα εκφράζεται μέσα από συμμετοχικές δομές αυτοδιεύθυνσης των τοπικών υποθέσεων.
   Οι νέοι δήμοι έχουν διακριτή ταυτότητα και είναι εύληπτες ενότητες, αναγνωρίσιμες, άμεσα προσβάσιμες και ελέγξιμες από την τοπική τους κοινωνία, με υψηλό βαθμό εσωτερικής χωρικής συνοχής. 
   Στην Ελλάδα ο μέσος πρωτοβάθμιος «Καλλικρατικός» ΟΤΑ έχει 34.780 κατοίκους και έκταση 406 τετρ. χλμ. τη στιγμή που οι αντίστοιχοι μέσοι όροι στην ΕΕ-27 είναι 5.630 κάτοικοι και 49 τετρ. χλμ.
   Με βάση τα παραπάνω, είναι αυτονόητο ότι  πρέπει να γίνει μια χωροταξική αποκλιμάκωση των «Καλλικρατικών» ΟΤΑ που θα παράξει μικρότερες ενότητες και θα μειώσει το τρέχον αυτοδιοικητικό έλλειμμα.
   Ειδική έμφαση δίνεται στις ορεινές περιοχές και στα νησιωτικά συμπλέγματα όπου τα κριτήρια πρέπει να είναι διαφορετικά - σύμφωνα άλλωστε και με τις επιταγές του συντάγματος.
   Πιο συγκεκριμένα, ως προς τη χωροταξική διάρθρωση των Δήμων αντικαθιστούμε το αμιγώς ποσοτικό και πληθυσμιακό κριτήριο του «Καλλικράτη» από την εξής δέσμη λειτουργικών κριτηρίων/προϋποθέσεων βιωσιμότητας ενός Δήμου : (α) τη διευκόλυνση της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στα δημοτικά δρώμενα, (β) την οικονομική ευρωστία και επιχειρησιακή ικανότητα του Δήμου, (γ) το σεβασμό στις πολιτιστικές/ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και (δ) τις γεωμορφολογικές συνθήκες κάθε περιοχής (ιδίως σε σχέση με το νησιωτικό, ορεινό χαρακτήρα της χώρας, κ.λπ.).

2. Αποκέντρωση και σαφής προσδιορισμός αρμοδιοτήτων
   Εκ βάθρων επανεξέταση των αρμοδιοτήτων της αυτοδιοίκησης. Επείγει να γίνει μια ενδελεχής μελέτη των αρμοδιοτήτων και του οικονομικού κόστους που αυτές συνεπάγονται ώστε να συνταχθεί ένα συνολικό σχέδιο ορθολογικής κατανομής τους ανάμεσα στο κεντρικό κράτος, τα αποκεντρωμένα του όργανα και τις βαθμίδες αυτοδιοίκησης.
   Η αφειδής μεταφορά αρμοδιοτήτων στην ΤΑ δεν αποτελεί κατ' ανάγκην δείκτη αυτοδιοικητικής ενδυνάμωσης. Το πιθανότερο είναι κάποιες από τις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες να εντάσσονται σε μια στρατηγική οργανωμένης οπισθοχώρησης του κράτους, που ενδύεται φιλοαυτοδιοικητικό μανδύα. Θα ήταν προτιμότερο (ειδικά σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας) η ΤΑ να έχει λιγότερες αλλά πιο συγκεκριμένες και καλά οργανωμένες αρμοδιότητες. Αλλιώς διατρέχει τον κίνδυνο πολιτικής απονομιμοποίησης στα μάτια της κοινωνικής βάσης.
   Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης συναρθρώνονται δομικά με τις κεντρικές πολιτικές κατά το σχεδιασμό της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Ο επιμερισμός των ρόλων και των ευθυνών γίνεται στη βάση της αρχής της επικουρικότητας. Οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης αποτελούν οργανικά υποκείμενα του χωρικού προγραμματισμού
   Η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι σαφής, εύληπτη και σταθερή και να μην μπορεί να μεταβληθεί με την έκδοση απλών υπουργικών αποφάσεων. Επίσης, οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ορισθούν, να διακριθούν και να κατοχυρωθούν πλήρως με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο.
   Οι Περιφέρειες θα μεταβληθούν σε βασικούς θεσμούς ανάπτυξης. Στόχος είναι το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων, πέραν των κεντρικών εθνικής εμβέλειας έργων, να υλοποιείται από τις Περιφέρειες, που προβλέπεται να συμμετέχουν ουσιαστικά στο γενικό δημόσιο σχεδιασμό. Παράλληλα, οι Περιφέρειες θα συντονίζουν και θα συναποφασίζουν με τους Ο.Τ.Α τις παραγωγικές και κοινωνικές δράσεις της περιοχής τους. Το ίδιο σχεδιάζουμε και για τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης τα οποία πρέπει στο μεγαλύτερο ποσοστό τους να τα διαχειρίζεται η Αυτοδιοίκηση, όπως συμβαίνει στις χώρες της Ε.Ε.
   Οι Δήμοι θα είναι συν-διαμορφωτές και διαχειριστές του κοινωνικού κράτους. Η τοπική πολιτική εξουσία και διοίκηση θα παρεμβαίνει και θα απαντά αποτελεσματικά στα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το σύνολο των τομέων που αφορούν κοινωνικές δράσεις – κοινωνική συνοχή, χωροταξία, περιβάλλον, χρήσεις γης, τοπική ανάπτυξη, σχέσεις διοικητικής μορφής Δημοσίου – πολίτη θα περάσουν στην αρμοδιότητα των Δήμων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου, ισόρροπου, εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού.

3. Επαρκής κατανομή πόρων και επενδυτικών μέσων
   Διασφαλίζεται η εφαρμογή του Συντάγματος ώστε για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Αυτοδιοίκηση να πρέπει να προηγείται η μεταφορά των απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων. Οι ανώτατες ελεγκτικές αρχές (π.χ. Ελεγκτικό Συνέδριο) ασκούν δικαίωμα αρνησικυρίας για κάθε αρμοδιότητα που το κεντρικό κράτος μεταβιβάζει στην Αυτοδιοίκηση σε περίπτωση που δεν μεταβιβάζει ταυτόχρονα και τους απαιτούμενους πόρους  για την εξυπηρέτηση της επίδικης αρμοδιότητας.
   Επίσης, το κεντρικό κράτος είναι υποχρεωμένο να στηρίζει και να ενισχύει τους οργανισμούς που σκοπό έχουν την παροχή τεχνογνωσίας και τη γενικότερη ερευνητική στήριξη της αυτοδιοίκησης (π.χ. ΙΤΑ,).
   Στο παραπάνω πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα και η δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος το πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ κεντρικού κράτους και Αυτοδιοίκησης σχετικά με τον επιμερισμό εσόδων και δαπανών ανάμεσα στις διάφορες χωρικές κλίμακες όπως και τη δυνατότητα άσκησης επιμέρους τοπικών πολιτικών.
   Επιπλέον, επαναπροσδιορίζεται ο βαθμός δημοσιονομικής αποκέντρωσης και συνακόλουθα η ανακατανομή εσόδων και δαπανών μεταξύ Αυτοδιοίκησης και κεντρικής διοίκησης με στόχο την επάρκεια των πόρων της Αυτοδιοίκησης. 
   Επιπρόσθετα, επανεξετάζεται η λειτουργία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων με τρόπο που να αναδεικνύεται πλέον με σαφή και διακριτό τρόπο ο ρόλος του ως τράπεζας της Αυτοδιοίκησης. Στο ίδιο πλαίσιο, διερευνάται η θέσπιση της δυνατότητας έκδοσης τοπικών ομολόγων για επενδυτικά έργα της αυτοδιοίκησης μέσω του ΤΠ&Δ.

4. Βαθύς εκδημοκρατισμός

   Η Αυτοδιοίκηση, ιδιαίτερα οι Δήμοι, νοείται ως ένας γνήσιος λαϊκός θεσμός, όπου η άμεση δημοκρατία και συλλογική ευθύνη πρέπει να είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, και όχι οι μονοπρόσωπες, συγκεντρωτικές εκτελεστικές εξουσίες. Στην κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προωθεί τα ακόλουθα:
   (α) Συμμετοχικούς θεσμούς και παρεμβάσεις ως αναπόσπαστο και δομικό συστατικό μέρος της θεσμικής και πολιτικής τους λειτουργίας της ΤΑ. Οι θεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν και τις λαϊκές συνελεύσεις, τον συμμετοχικό προϋπολογισμό  και τα τοπικά δημοψηφίσματα αλλά και ενδιάμεσους θεσμούς πολιτικής καινοτομίας όπως η τοπική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η πλατιά τοπική διαβούλευση και ο θεσμός των διερευνητικών επιτροπών.
       (β) Την απλή αναλογική σε όλα τα επίπεδα εκλογής και αντιπροσώπευσης των Ο.Τ.Α., διότι το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα που αποδίδει τα 3/5 των εδρών στον συνδυασμό που πλειοψήφησε αλλοιώνει την αναλογική αντιπροσώπευση.
   Το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα που αποδίδει τα 3/5 των εδρών στον συνδυασμό που πλειοψήφησε αλλοιώνει την αναλογική αντιπροσώπευση θα πρέπει ν’ αντικατασταθεί από κάποια από τις υπάρχουσες εκδοχές απλής αναλογικής που καταγράφει η διεθνής εμπειρία.
   Μία απλή επεξεργασία των αποτελεσμάτων των τελευταίων (2014) Εκλογών, αρκεί για να αποδειχθεί ο ακραία πλειοψηφικός χαρακτήρας του υφιστάμενου εκλογικού συστήματος.
Ø  Σε σύνολο 325 Δήμων,
·         4 (1%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 20%,
·           59 (18%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
·          136 (42%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%,
Ø  Αντίστοιχα, σε σύνολο 13 Περιφερειών,
·         4 (31%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
·           8 (61%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%.
Ø  Παρ’ όλα αυτά, και οι μεν και οι δε, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ελέγχουν τα 3/5 (60%) των εδρών του αντίστοιχου δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου.
Ø    Είναι επομένως σαφές ότι, το ισχύον εκλογικό σύστημα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αποδεικνύεται εξόφθαλμα πλειοψηφικό ως προς τα αποτελέσματά του και οδηγεί σε προφανή αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος και των σχέσεων εκπροσώπησης, με τις πολιτικές, αλλά και συνταγματικές προεκτάσεις που έχει το γεγονός αυτό.
Ø    Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος οφείλει να  είναι συνολική. Δεν αφορά μόνο την αλλαγή του τρόπου κατανομής των εδρών, αλλά διέπεται από μία συνολική λογική διευκόλυνσης της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και της ενίσχυσης της τοπικής δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο. Στη συνολική αυτή λογική εμπεριέχονται  η καθιέρωση πλειάδας θεσμών άμεσης κοινωνικής συμμετοχής, όπως αναφέρονται παραπάνω.
Ø  Η εκλογή Δημάρχων – Περιφερειαρχών και Συμβούλων θα ολοκληρώνεται την πρώτη Κυριακή, ώστε να είναι ισότιμη και να μην προκρίνονται περαιτέρω χαρακτηριστικά Δημαρχοκεντρισμού και Περιφερειαρχοκεντρισμού.
Ø    Τέλος η απάντηση στο ζήτημα της «κυβερνησιμότητας» είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως θεσμική και νομική, αφού ικανός και καλός τοπικός ηγέτης είναι αυτός που καταφέρνει να συνθέτει τις διαφορετικές απόψεις. Και όλα αυτά στο όνομα της λεγόμενης κυβερνησιμότητας, η οποία λειτουργεί ως αυτοσκοπός και όχι ως μέσο που έλεγε και η περίφημη «Πολιτεία» του Πλάτωνα.

   (γ) Την ουσιαστική και τυπική αναβάθμιση των συλλογικών οργάνων των Δήμων και των Περιφερειών (δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, επιτροπές, συμβούλια Νομικών Προσώπων των Ο.Τ.Α.) και των τοπικών συμβουλίων που καθίστανται οι χώροι επεξεργασίας και λήψης όλων των αποφάσεων και ελέγχου της υλοποίησής τους, αντί των Δημάρχων και των Περιφερειαρχών που αποφασίζουν και ελέγχουν στο σημερινό σύστημα.
   Διοικητική μεταρρύθμιση. Οι τοπικές βάσεις δεδομένων της αυτοδιοίκησης (δημοτολόγια, ληξιαρχεία κλπ) θα πρέπει να συνδεθούν / ενοποιηθούν σε μια ενιαία εθνική ψηφιακή πλατφόρμα αναγγελίας γεννήσεων, γάμων, θανάτων κλπ. Αυτή δε η πλατφόρμα θα πρέπει να συνεργάζεται με άλλες πλατφόρμες όπως το TAXIS, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους εκλογικούς καταλόγους. Αυτό θα έλυνε διάφορα προβλήματα που "επιμελώς" αφήνονται να χρονίζουν όπως η ενημέρωση των εκλογικών καταλόγων, οι συντάξεις σε αποβιώσαντες δικαιούχους κλπ.

5. Β' ΒΑΘΜΟΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
   Ως έχουν, οι περιφέρειες είναι μάλλον λειτουργικές αν και υπάρχουν σαφή περιθώρια εξορθολογισμών. Αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν σε χωροταξικό επίπεδο, μετά από διαβούλευση με τις περιφέρειες και την κοινωνία, ώστε να είναι ευρύτερα αποδεκτές.
   Σε πολιτικοθεσμικό επίπεδο οι κεντρικές παρεμβάσεις είναι δύο:
   Η πρώτη αφορά στον προσωποκεντρικό χαρακτήρα του θεσμού του Περιφερειάρχη. Το θέμα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ενίσχυση του συλλογικού χαρακτήρα του Περιφερειακού Συμβουλίου.
   Η δεύτερη παρέμβαση αφορά στον τρόπο ανάδειξης των μελών της ΠΑΣ. Στο ισχύον σύστημα έχουμε en bloc ψηφοδέλτια με προεπιλεγμένους Αντιπεριφερειάρχες και νομαρχιακές υποψηφιότητες. Το σύστημα αυτό είναι η πεμπτουσία της περιφερειακής καρτελοποίησης ψήφων. Μια λύση θα ήταν η μεικτή εκπροσώπηση με την εκλογή υποψηφίων τόσο σε νομαρχιακό όσο και σε ενιαίο περιφερειακό ψηφοδέλτιο με ποσόστωση αντιπροσώπευσης, π.χ. 50-50 ή 60-40.
  Άρα, οι υποψήφιοι θα εκλέγονται από ενιαίο παραταξιακό ψηφοδέλτιο το οποίο όμως θα έχει δύο μέρη: το ένα, θα συγκροτείται σε νομαρχιακή βάση και θα ψηφίζεται από τους ψηφοφόρους του αντίστοιχου νομού. Το άλλο τμήμα θα συγκροτείται σε ενιαία περιφερειακή βάση και θα ψηφίζεται από όλους τους ψηφοφόρους της περιφέρειας. Για λόγους ισοτιμίας, και για τις δύο κατηγορίες υποψηφίων θα υπάρχει σταυρός προτίμησης.
   Σε μια ελαφρώς πιο σύνθετη παραλλαγή του ενιαίου περιφερειακού ψηφοδελτίου οι υποψήφιοι ενός νομού δεν θα μπορούν να ψηφίζονται από τους ψηφοφόρους αυτού του νομού.
Στους Αντιπεριφερειάρχες θα υπάρχει  ειδική σταυροδότηση σε κάθε περιφερειακή ενότητα από λίστα.
ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ø  Σε κάθε Υπουργείο η σύσταση κοινών οργάνων διαβούλευσης και προετοιμασίας των Νομοσχεδίων με συμμετοχή των Περιφερειών και των Δήμων που να διασφαλίζουν έναν ενισχυμένο και ουσιαστικό ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και στον αναπτυξιακό προγραμματισμό.
Ø    Η κατάργηση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων της στην Αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.  Η θεσμοθέτηση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης παράλληλα με την Αιρετή Περιφέρεια, καταδεικνύει την δυσπιστία του κράτους στην Αυτοδιοίκηση.
Ø   Η συγκρότηση και λειτουργία των αυτοτελών υπηρεσιών εποπτείας της Αυτοδιοίκησης. (Ν.3852/2010). 
Ø  Η προώθηση της διαβαθμιδικής συνεργασίας.
Ø  Η μείωση της εσωτερικής συγκέντρωσης της πολιτικής ισχύος στους ΟΤΑ,
Ø  Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από ολιγομελή διευθυντικά όργανα της πλειοψηφίας, όπως η υφιστάμενη Εκτελεστική Επιτροπή, σε πιο αντιπροσωπευτικές δομές
Ø  Η Θέσπιση διαδικασιών πλατιάς κοινωνικής διαβούλευσης για την υλοποίηση μεγάλων τοπικών έργων και επενδύσεων με παράλληλη θέσπιση Διερευνητικών Επιτροπών (Commissions of Enquiry) που θα εξασφαλίζουν την άρτια, τεχνικά τεκμηριωμένη και αμερόληπτη ενημέρωση των δημοτών. Η διαβούλευση θα μπορεί να καταλήγει και σε δημοψήφισμα.
Ø  Η ενίσχυση και αναδιοργάνωση των αρχών για την καταπολέμηση α) της κακοδιοίκησης εις βάρος των δημοτών και β) της οικονομικής κακοδιαχείρισης και της διαφθοράς.

   Η περιφερειακή αυτοδιοίκηση αποτελεί κεντρικό υποκείμενο του χωρικού προγραμματισμού της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και υπό την έννοια αυτή είναι ισότιμος στη σχέση του με τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη η σύσταση ενός ισχυρού επιστημονικοτεχνικού φορέα (ένα αναβαθμισμένο ΚΕΠΕ περίπου ανάλογο με τη γαλλική DATAR) ο οποίος θα επεξεργάζεται την τεχνογνωσία και τη στρατηγική που είναι απαραίτητη ώστε να ολοκληρώνεται σε ένα συνεκτικό σύνολο η χωρική στρατηγική των περιφερειών και να κατευθύνεται σε κοινούς στόχους.
   Κατ' αναλογίαν, αρκετά από αυτά που αναφέρονται παραπάνω για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, ισχύουν και για το Β' βαθμό.

6. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
   Μια μεταβλητή που θα επηρεάσει τα οικονομικά της αυτοδιοίκησης, η οποία όμως αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή, είναι ο προσδιορισμός του βαθμού δημοσιονομικής αποκέντρωσης και συνακόλουθα η ανακατανομή εσόδων και δαπανών μεταξύ αυτοδιοίκησης και κεντρικής διοίκησης.
   Ως προς το σκέλος των εσόδων, σε πρώτη φάση, προτείνεται η διατήρηση του θεσμού των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων ως βασική πηγή χρηματοδότησης της αυτοδιοίκησης. Όμως αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός σταθερού και δεσμευτικού δημοσιονομικού συμφώνου μεταξύ κράτους και αυτοδιοίκησης.
   Ως προς τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, θα πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά το μερίδιο που κατευθύνεται στην αυτοδιοίκηση τόσο ως προς το συγχρηματοδοτούμενο από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους τμήμα του όσο και ως προς εκείνο που προέρχεται από αμιγώς εθνικούς πόρους. Οι δαπάνες και τα έσοδα της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ολοκληρώνονται εντός του κρατικού προϋπολογισμού σ’ έναν ενιαίο και διακριτό προϋπολογισμό αυτοδιοίκησης.
   Χρηματοδότηση και πιστωτικά μέσα: Ίσως θα πρέπει να επανεξετασθεί η λειτουργία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων με τρόπο που να αναδεικνύεται πλέον με σαφή και διακριτό τρόπο ο ρόλος του ως τράπεζα της αυτοδιοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να εξετασθεί η θέσπιση της δυνατότητας έκδοσης τοπικών ομολόγων για επενδυτικά έργα της αυτοδιοίκησης μέσω του ΤΠ&Δ.


*To κείμενο αναδημοσιεύεται διότι στην τελευταία ολομέλεια της παράταξης "Δύναμη Ζωής"  ζητήθηκε από τον αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αθήνας το κείμενο θέσεων του Κεντρικού Τομέα Αυτοδιοίκησης (ΚΤΑ), του ΣΥΡΙΖΑ, του 2015 (όταν ήταν συντονιστής). Τις θέσεις που περιέχονται στο κείμενο του 2015 αμφισβήτησε ο εισηγητής, ο οποίος μάλλον πιάστηκε αδιάβαστος, όπως  με μια απλή ανάγνωση μπορείτε να διαπιστώσετε. Εξάλλου αν ανατρέξει κανείς στις πρώτες προγραμματικές θέσεις της  κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την αυτοδιοίκηση, θα διαπιστώσει του λόγου το αληθές.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΟΚ 100.000 ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΕΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΑ!

Νέο Δ.Σ. στην Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης